ΟΙ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

στις

oi-kyriakes-to-kalokairi

«Ανοίγει τα μάτια της απότομα, το σεντόνι κολλημένο πάνω της, το μαξιλάρι να βράζει, το ρολόι να δείχνει δέκα και είκοσι, και η ησυχία του δρόμου να προμηνύει μια ελαφρώς δυσοίωνη Κυριακή. Διανύει μια περίοδο υπνηλίας…».

«Οι Κυριακές το καλοκαίρι» είναι το πρώτο βιβλίο της ψυχολόγου Μαριαλένας Σεμιτέκολου το οποίο διάβασα πρόσφατα παρακινούμενη καταρχάς από τον τίτλο που εξέπεμπε οικειότητα. Στη συνέχεια το ίδιο το βιβλίο στις 94 σελίδες του δικαιολόγησε απόλυτα και το παραπάνω  χαρακτηριστικό.

Η Μαριαλένα Σεμιτέκολου γεννήθηκε το 1973. Σπούδασε ψυχολογία και ασχολήθηκε στο πλαίσιο του διδακτορικού της με τη συναισθηματική ανάπτυξη των πρώτων βρεφικών χρόνων. Έχει διδάξει μαθήματα σε πανεπιστημιακό επίπεδο, συμμετείχε σε ερευνητικά έργα ενώ τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως ψυχολόγος.

Το βιβλίο περιγράφει μια καλοκαιρινή Κυριακή, στην πόλη, της ηρωίδας με το καλοκαιρινό όνομα, της Μαρίνας. Η Μαρίνα είναι μια γυναίκα μέσης ηλικίας, μάλλον αδιάφορης εμφάνισης, εσωστρεφής, η οποία εργάζεται σε κατάστημα με φωτοτυπίες κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Η ζωή της είναι μονότονη και η ίδια ταλαιπωρημένη απ’ αυτή καθώς δείχνει ότι δεν πέρασε όμορφα παιδικά χρόνια, φίλοι σταθεροί και ουσιαστικοί δεν υπάρχουν, σχέσεις προσωπικές δεν ευδοκίμησαν, οι περισσότερες επιλογές ήταν τυχαίες και επιπόλαιες.

Πρωί, μεσημέρι, απόγευμα, βράδυ, (Δευτέρα) πρωί, αυτά είναι τα κεφάλαια του βιβλίου και ταυτόχρονα η ζωή της Μαρίνας αυτή την καλοκαιρινή Κυριακή.

Η δράση είναι ανύπαρκτη όπως συμβαίνει τις Κυριακές το καλοκαίρι, στην πόλη. Η Μαρίνα περιφέρεται από το κρεβάτι στην κουζίνα, από κει στο σαλόνι και έπειτα στο μπάνιο και το μπαλκόνι χωρίς να σκέφτεται κάτι σοβαρό και συγκεκριμένο. «Ανοίγει το ψυγείο, παίρνει τα τρία κομμάτια πίτσα που έμειναν από χθες, τα βάζει πάνω στο ξύλο κοπής και τα τρώει λαίμαργα, περιφερόμενη με βλέμμα απλανές από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Στέκεται αφηρημένη μπροστά από την μπαλκονόπορτα.» Η απραξία της Μαρίνας εσωτερική και εξωτερική, δημιουργούν κάποιες φορές στον αναγνώστη αισθήματα τόσο ανησυχίας όσο και συμπάθειας.

Περισσότερο η σκέψη της τρέχει στο παρελθόν. Η συγγραφέας δε διευκρινίζει αλλά περνά από το μυαλό του αναγνώστη η σκέψη ότι η Μαρίνα πιθανόν πάσχει από κατάθλιψη, ή κάτι παρόμοιο. Από το μυαλό της περνάνε εικόνες και σκέψεις ενώ οι αναμνήσεις που την κατακλύζουν συνήθως πικρές και κάποιες φορές δυσάρεστες, δείχνουν όμως πόσο σημαντικές υπήρξαν για τη διαμόρφωση και τη συγκρότηση του χαρακτήρα της.

Όλες αυτές οι εικόνες που περνούν συνέχεια από το μυαλό της βρίσκουν την ηρωίδα να τις παρακολουθεί με αποστασιοποίηση σαν να αφορούν τη ζωή κάποιας άλλης. «Ανάσκελα στον καναπέ, βυθισμένη σε ύπνο μεσημεριανό, η Μαρίνα μεταφέρεται σε μια κουζίνα που λούζεται στο φως.» Δυο γεγονότα σχετικά πρόσφατα δείχνουν όμως να έχουν επηρεάσει πραγματικά τη Μαρίνα. Ο χωρισμός της από το Μιχάλη, το σύντροφό της και ο θάνατος της μητέρας της.

Η Κυριακή της Μαρίνας είναι νωθρή, στατική. «Βγάζει το φουστάνι της, φορά μια φανέλα μακριά και ξεχειλωμένη, κατεβάζει λίγο το παντζούρι του σαλονιού, κουλουριάζεται στον καναπέ και δυναμώνει τον ήχο της τηλεόρασης.» Είναι μια Κυριακή ήρεμη, μελαγχολική και αρκετά μοναχική. Είναι μια Κυριακή που αφήνει μια γεύση γλυκόπικρη στον αναγνώστη. Είναι μια Κυριακή γνώριμη στον καθένα. Είναι μια Κυριακή που όλοι την έχουμε ζήσει, την έχουμε συναντήσει στη ζωή μας. «Παρατάει τα πιάτα στο νεροχύτη, γεμίζει το ποτήρι με παγάκια, ξαναβγαίνει στη γωνιά της.» Ίσως αυτή η Κυριακή βοηθά τον αναγνώστη να φέρει στο νου του τις «προσωπικές» του Κυριακές το καλοκαίρι. Κυριακές που κουβαλούσαν προσδοκίες και απογοητεύσεις. Κυριακές ραθυμίας από τα παιδικά χρόνια αλλά και Κυριακές ξεκούρασης ή μοναξιάς στην ενήλικη ζωή.

«Βράδιασε. Κανείς, ούτε η Μαρίνα, δεν θα μπορούσε να πει με ακρίβεια πότε. Όλοι το ξέρουν πως το φως του ήλιου δεν φεύγει μια κι έξω, δεν κλείνει με κάποιον διακόπτη, χαμηλώνει σταδιακά, εξασθενεί και αργοσβήνει με σταθερό ρυθμό, αδιόρατα, έτσι που όλοι κοιτάνε γύρω τους και διαπιστώνουν απορημένοι ότι «βράδιασε…» Η Μαρίνα μπαίνει μέσα και κλείνει την μπαλκονόπορτα.»

μαριαλένασεμιτέκολουΗ γλώσσα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας είναι λιτή με σύντομες, απλές αλλά και εξαιρετικά πυκνές προτάσεις. Το σύνολο του κειμένου έχει μια συγκινησιακή φόρτιση χωρίς να γίνεται δραματικό ακόμη και στις στιγμές όπου είναι φανερά τα αδιέξοδα της ηρωίδας. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τριτοπρόσωπη αφήγηση διανθισμένη από πρωτοπρόσωπες σκέψεις και ερωτηματικά.

«Κρανίου τόπος είναι έξω, αναγκάστηκε να περπατήσει τρία τετράγωνα για να βρει περίπτερο ανοιχτό. Ξέχασε πως ο κύριος Στέφανος κλείνει τις Κυριακές το καλοκαίρι, και πάει στο πατρικό της γυναίκας του, στην Αίγινα. Της κακοφάνηκε που πήγε σε άλλο περίπτερο, που είπε «καλημέρα» σε έναν άγνωστο περιπτερά, ο οποίος ιδέα δεν είχε για τη μάρκα των τσιγάρων της, για το τι είναι η Μαρίνα που μένει λίγο παρακάτω και που συνήθως μαζί με τα τσιγάρα παίρνει και γάλα για να απαλύνει τις τύψεις που νιώθει για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού. Στα περίπτερα, τέτοιες μέρες σαν τη σημερινή, θα ΄πρεπε να δίνεται στους σταθερούς πελάτες της γειτονιάς κάτι σα βεβαίωση.

  • Υπάρχω, κύριε Στέφανε;…»

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.

Ένα Σχόλιο Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.