ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΜΑΣ

στις

Ο Marie-Henri Beyle, όπως είναι το πραγματικό όνομα του γνωστού μας Σταντάλ (1783-1842), είναι ο συγγραφέας δύο μεγάλων μυθιστορημάτων της Γαλλίας του 19ου αιώνα. Το πρώτο του μυθιστόρημα, ‘Το κόκκινο και το μαύρο’ είναι ένα από τα βιβλία που συχνά συμπεριλαμβάνεται στις λίστες με τα  100 καλύτερα μυθιστορήματα του κόσμου. Όσο για το ‘Μοναστήρι της Πάρμας’, ο Μπαλζάκ αναφερόταν σ’ αυτό σαν το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ.

Ο Σταντάλ ήταν άτομο με μεγάλη δύναμη χαρακτήρα και ευτύχησε να ζήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωή.  Ακολούθησε το στρατό του Ναπολέοντα το 1812 μέχρι τη Μόσχα και μετά την επιστροφή του, ουσιαστικά μετακόμισε στην Ιταλία όπου γοητεύτηκε από την ιταλική κουλτούρα … αλλά και τις Ιταλίδες. ‘Το μοναστήρι της Πάρμας’ λέγεται ότι  γράφτηκε μέσα σε 53 ημέρες.

Η Ιταλία, την εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα,  εξακολουθεί να διατηρεί το μεσαιωνικό χαρακτήρα των μικρών κρατιδίων που το κάθε ένα τους έχει τους δικούς του άρχοντες και η Πάρμα, στα βόρεια εδάφη της σημερινής Ιταλίας, εκείνη την εποχή ήταν ένα τέτοιο μικρό κράτος.

Το Μοναστήρι της Πάρμας είναι η ιστορία της ζωής του Φαμπρίτσιο ντελ Ντόγκο, από τη γέννησή του το 1798 μέχρι το θάνατό του. Η πραγματική δράση του μυθιστορήματος ανοίγει με την εισβολή του Ναπολέοντα στην Ιταλία. Μετά από μια σειρά από –αρκετές φορές  κωμικές – ανατροπές, ο σχεδόν έφηβος ακόμη Φαμπρίτσιο πηγαίνει στη Γαλλία αποφασισμένος να ενταχθεί στον στρατό του Ναπολέοντα, χωρίς ουσιαστικά να έχει συνειδητοποιήσει για ποιο σκοπό ή ποια ιδανικά πρόκειται να υπερασπιστεί. Καταλήγει να παρακολουθεί την ιστορική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ- έστω και από τα μετόπισθεν. Ο όμορφος όσο και αφελής Φαμπρίτσιο πηγαίνει σ’ένα πόλεμο που δεν έχει καταλάβει για πιο λόγο γίνεται και μυείται σ’ αυτόν όχι από κάποιον άλλο στρατιώτη αλλά από μια καντινιέρα!

Δεν ήταν μόνο το ηθικό βάσανο για την άτιμη προδοσία, ήταν κι ένα ακόμα που μεγάλωνε συνεχώς : λιμοκτονούσε. Η χαρά του λοιπόν ήταν απερίγραπτη όταν, περπατώντας, ή μάλλον τρέχοντας, δέκα ολόκληρα λεπτά, αντιλήφθηκε πως το σώμα του πεζικού, που με τη σειρά του επιτάχυνε τόση ώρα, σταματούσε ωσάν να επρόκειτο να πάρει θέσεις. Σε λίγο βρισκόταν ανάμεσα στους πρώτους στρατιώτες.

«Συνάδελφοι μπορείτε να μου πουλήσετε ένα κομμάτι ψωμί;»

«Μπα, για κοίτα τον που μας πέρασε για φουρναραίους!»

Τα σκληρά λόγια και τα χαχανητά που προκάλεσαν αποκαρδίωσαν εντελώς τον Φαμπρίτσιο. Δεν ήταν λοιπόν ο πόλεμος η ευγενής και κοινή παρόρμηση ψυχών που αγαπούν τη δόξα, όπως είχε πιστέψει διαβάζοντας τις διακηρύξεις του Ναπολέοντα! Κάθισε ή μάλλον σωριάστηκε πάνω στη χλόη. Έχασε το χρώμα του. Ο φαντάρος που του είχε απευθύνει τον λόγο κι είχε σταματήσει κοντά του για να καθαρίσει την κάννη του όπλου με το μαντίλι του του πέταξε ένα ξεροκόμματο. Βλέποντας πως δεν το σηκώνει, έκοψε ένα κομμάτι από αυτό και του το έχωσε στο στόμα. Ο Φαμπρίτσιο άνοιξε τα μάτια και το έφαγε χωρίς να πει λέξη. Όταν αναζήτησε με το βλέμμα του τον στρατιώτη για να τον αποζημιώσει, διαπίστωσε πως ήταν ολομόναχος – οι πλησιέστεροι στρατιώτες βρίσκονταν καμιά εκατοστή μέτρα μακριά και βάδιζαν. Σηκώθηκε μηχανικά και τους ακολούθησε. Χώθηκε σ’ ένα δάσος. Κατέρρεε από την κούραση κι αναζητούσε μια κατάλληλη γωνιά. Η χαρά του δεν περιγράφεται όταν αναγνώρισε αρχικά το άλογο, ύστερα το αμαξάκι και τέλος την πρωινή καντινιέρα! Εκείνη έσπευσε κοντά του τρομαγμένη από την όψη του.

«Περπάτα, λίγο ακόμα, μικρέ μου» του είπε. «Λαβώθηκες; Τι απέγινε το ωραίο σου άλογο;»

Με αυτά τα λόγια τον οδήγησε προς το  αμαξάκι της, όπου τον ανέβασε κρατώντας τον από τις μασχάλες. Πάνω στο αμάξι, αποκαμωμένος ο ήρωάς μας, έπεσε σε βαθύ ύπνο.» σελ. 65-66

Οι σκηνές μάχης και η φρίκη του πολέμου σε αυτό το τμήμα του βιβλίου είναι απόλυτα αληθοφανείς και φανερά επηρεασμένες από τις προσωπικές εμπειρίες του Σταντάλ. Οι σκηνές της μάχης του Βατερλώ είναι και το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι του βιβλίου και αυτό που επηρέασε τον μεγάλο Τολστόι στο έργο του «Πόλεμος και Ειρήνη».

Μετά τον πόλεμο ο Φαμπρίτσιο επιστρέφει στην Ιταλία και περνάει το χρόνο του περιπλανώμενος στον κοινωνικό κύκλο της θείας του, της μοιραίας δούκισσας Τζίνα Σανσεβερίνα, με την οποία είναι ερωτευμένος. Ένας έρωτας που μένει ανομολόγητος αλλά διαποτίζει τις σελίδες του βιβλίου και ακολουθεί τους ήρωες μέχρι το τέλος της ζωής τους.

Μέσα σ’ αυτό τον κοινωνικό κύκλο περιφέρει τους ήρωές του και ο συγγραφέας και θα μπορούσε το βιβλίο του να θεωρηθεί και ένας εκτενής σχολιασμός για τα ήθη της εποχής αφού σχολιάζει την ματαιοδοξία και την ανυποληψία των ευγενών, τις πολιτικές ίντριγκες και τη σκληρότητά τους, τις μηχανορραφίες της Αυλής και τον αγώνα για κάθε είδους εξουσία, τις δωροδοκίες, τους επαναστάτες και τους χαφιέδες αλλά και το φόβο της τελικής κρίσης και  την τυπολατρία, με χαρακτηριστικό πνεύμα και χιούμορ.

Και μέσα σ’ αυτό το σουρεαλιστικό σκηνικό ο Φαμπρίτσιο πηγαίνει στη Νάπολη για σπουδές ώστε όταν επιστρέψει να αναλάβει υψηλή θέση στην εκκλησιαστική ιεραρχία της πόλης και ίσως ακόμη να διαδεχθεί τον ηλικιωμένο Αρχιεπίσκοπο, εξυπηρετώντας έτσι τα συμφέροντα του Κόμη Μόσκα. Τα χρόνια περνούν και ο Φαμπρίτσιο επιστρέφει στην Πάρμα όπου σχεδόν αμέσως συνδέεται με μια νεαρή ηθοποιό και σκοτώνει σε μονομαχία τον προστάτη της με αποτέλεσμα να προσπαθήσει να φύγει από την Πάρμα για να αποφύγει τη δίκη. Δεν τα καταφέρνει όμως, συλλαμβάνεται και φυλακίζεται στον Πύργο Φαρνέζε. Ενώ η θεία του εκλιπαρεί για τη σωτηρία του ο Φαμπρίτσιο στη φυλακή δεν περνάει κι άσχημα! Ερωτεύεται την κόρη του στρατηγού που είναι υπεύθυνος γι’ αυτόν,  την όμορφη Κλέλια, την οποία παρακολουθεί από το παράθυρο της φυλακής και καταφέρνει να επικοινωνήσει μαζί της.  Με τη βοήθεια της θείας του και της Κλέλιας, ο Φαμπρίτσιο καταφέρνει να δραπετεύσει. Η Κλέλια και ο Φαμπρίτσιο πλέον είναι ελεύθεροι να απολαύσουν τον έρωτά τους; Όχι βέβαια! Ο Σταντάλ έχει άλλη γνώμη και το εμπόδιο αυτή  τη φορά είναι οι τύψεις της Κλέλιας που για να βοηθήσει τον Φαμπρίτσιο να δραπετεύσει έδωσε λάβδανο στον πατέρα της. Έτσι δίνει όρκο στην Παναγία να μην ξαναδεί τον Φαμπρίτσιο και να κάνει ό,τι της λέει ο πατέρας της δηλαδή να παντρευτεί έναν πλούσιο της περιοχής. Παρά τις πιέσεις που δέχεται από τον Φαμπρίτσιο, η Κλέλια κρατάει τον όρκο της! Αλλά μόνο για 14 μήνες. Γιατί μετά τον ερμηνεύει όπως θέλει και αποφασίζει να βλέπει τον Φαμπρίτσιο το βράδυ και όχι στο φως της ημέρας!!! Ένα χρόνο αργότερα φέρνει στον κόσμο τον γιό του Φαμπρίτσιο!

Από εκεί κι έπειτα ο Σταντάλ συνοψίζει την υπόλοιπη ιστορία, και το ομολογεί στον αναγνώστη με τη φράση : «Στο σημείο αυτό ζητώ την άδεια να προσπεράσω ένα διάστημα τριών ετών, χωρίς να διηγηθώ το παραμικρό» σελ. 522, για να φτάσει σ’ ένα τέλος με αλλεπάλληλους θανάτους των ηρώων και μια πολύ ιδιαίτερη κατάληξη με την αφιέρωση «to the happy few» σ’αυτούς  τους λίγους δηλαδή που θα καταλάβουν το βιβλίο του.

Η ρεαλιστική κατανόηση της ανθρώπινης φύσης και οι ηθικές διαστάσεις των χαρακτήρων του είναι το μεγάλο προσόν του Σταντάλ. Αυτό που κάνει τα έργα του σημαντικά. Εκτός από τον Φαμπρίτσιο σκιαγραφεί και τις γυναίκες της ιστορίας με προσοχή και ακρίβεια. Η Τζίνα Πιετρανέρα είναι μια γυναίκα ώριμη, έξυπνη, όμορφη και παθιασμένη ενώ η Κλέλια είναι νέα, αθώα, ιδεαλίστρια και θρησκόληπτη. Επιπλέον ο Σταντάλ καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη εκφράζοντας τις απόψεις και τις κρίσεις του μέσα από τις πράξεις των ηρώων του και τις σκέψεις τους και όχι με μακροσκελείς αναλύσεις.

Το μοναστήρι της Πάρμας είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται ευχάριστα και δεν πρέπει να απουσιάζει από τη λίστα κανενός βιβλιόφιλου,  αφού είναι μυθιστόρημα σταθμός στη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Στα ελληνικά κυκλοφορεί από τη σειρά Μεγάλες Αφηγήσεις των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση Δημήτρη Στεφανάκη.

Εκδόσεις : ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

2 Σχόλια Προσθέστε το δικό σας

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.